- αδιακόνητος
- η, ον не имеющий помощника
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιακόνητος — η, ο (Α ἀδιακόνητος, ον) [διακονῶ] νεοελλ. αυτός που δεν διακονείται, δεν τόν υπηρετούν, ο αβοήθητος αρχ. ανεκτέλεστος … Dictionary of Greek
αδιακόνητος — η, ο αυτός που δεν υπηρετείται από άλλους, αβοήθητος: Κανένας από τους φτωχούς, που χτυπούσαν συχνά την πόρτα του μοναστηριού, δεν έμενε αδιακόνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιακόνητον — ἀδιακόνητος not executed masc/fem acc sg ἀδιακόνητος not executed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)